ἀστροδίαιτος

ἀστροδίαιτος
ἀστρο-δίαιτος [ῐ], ον,
A living under the stars, i.e. in the open air, Orph.H.11.5 codd. [suff] ἀστρο-δίφης [ῑ], ου, , = ἀστρονόμος, Herod.3.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αστροδίαιτος — ἀστροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει κάτω από τ άστρα, στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀστροδίαιτε — ἀστροδίαιτος living under the stars masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”